- σύψωμα
- Νεπίρρ. βλ. σύψωμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύψωμος — Λόγιος από την Κωνσταντινούπολη (18ος 19ος αι.). Έζησε και πέθανε στο Παρίσι. Δεινός ελληνιστής, με εξαιρετική μόρφωση, χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους εκδότες αρχαίων κειμένων στην αντιγραφή και τη διόρθωση έργων του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα … Dictionary of Greek